απυγος

απυγος
    ἄπυγος
    ἄ-πῡγος
    2
    с тощим задом, поджарый
    

(ἔλαφος Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "απυγος" в других словарях:

  • άπυγος — ἄπυγος, ον (Α) [πυγή] 1. ο χωρίς οπίσθια 2. αυτός που έχει ισχνά οπίσθια 3. ο κίναιδος …   Dictionary of Greek

  • ἄπυγος — without buttocks masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπύγους — ἄπυγος without buttocks masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπύγων — ἄπυγος without buttocks masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπυγοι — ἄπυγος without buttocks masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάμινος — η, ο και καλαμένιος, α, ο (AM καλάμινος, ίνη, ον) αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμι (α. «καλαμένια στέγη» β. «καλάμινος αὐλὸς», Αριστοφ.) αρχ. αυτός που έχει ισχνά σκέλη («σκελετός, ἄπυγος, καλάμινα σκέλη φορῶν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • σκελετός — (Ανατ.). Κατασκευή που αποτελείται από στοιχεία περισσότερο ή λιγότερο άκαμπτα (οστά) και που έχει ως προορισμό να στηρίζει το σώμα, να του δίνει σχήμα και να προστατεύει τα διάφορα όργανά του. Η οστέινη κατασκευή οφείλει την ακαμψία της στην… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»